- στενώ
- -όω, ΜΑ, και ιων. τ. στεινῶ, -όω, Α [στενός]1. στενεύω2. συστέλλω («τὴν γαστέρα στενοῡν», Λιβάν.)3. περιορίζω, ελαττώνω4. εξαντλώ5. παθ. στενοῡμαι, -όομαια) είμαι ελλιπής, ανεπαρκήςβ) βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε δύσκολη θέση («ἐγένετο σπάνις ἄρτου, καὶ πρὸς μὲν ὀλίγον ἐστενώθησαν οἱ ἄνθρωποι», Μαλάλ. Ι.).
Dictionary of Greek. 2013.